οχλοκόπος

οχλοκόπος
ὀχλοκόπος, -ον (ΑΜ)
αυτός που επιδιώκει να αποκτήσει την εύνοια τού λαού με κάθε τρόπο και κυρίως με τις κολακείες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄχλος + -κόπος (< κόπτω). πρβλ. δημο-κόπος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὀχλοκόπος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχλοκόπους — ὀχλόκοπος mob courtier masc acc pl ὀχλοκόπος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχλοκόπῳ — ὀχλόκοπος mob courtier masc dat sg ὀχλοκόπος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχλοκόποι — ὀχλοκόπος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχλοκόπον — ὀχλοκόπος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οχλοκοπικός — ὀχλοκοπικός, ή, όν (Α) [οχλοκόπος] 1. αυτός που ανήκει στον οχλοκόπο ή αυτός που αρμόζει στον οχλοκόπο 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀχλοκοπή η τέχνη τού να κολακεύει κανείς τον όχλο …   Dictionary of Greek

  • οχλοκοπώ — ὀχλοκοπῶ, έω (Α) [οχλοκόπος] επιδιώκω να αποκτήσω την εύνοια τού λαού με κάθε μέσο και ιδίως με τις κολακείες …   Dictionary of Greek

  • όχλος — ο (ΑΜ ὄχλος) 1. πλήθος ατόμων με άτακτο τρόπο συνενωμένο («ἐν ἀγορᾷ πλήθοντος ὄχλου», Πίνδ.) 2. (με πολιτική σημ.) ο πολύς λαός, η λαϊκή μάζα, η κατώτατη κοινωνική τάξη («τῷ ὄχλῳ πρὸς χάριν τι λέγοντες οὐ τὰ ὄντα ἀπαγγείλωσιν», Θουκ.) νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”